Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης
Ό μακάριος αὐτός Νεομάρτυρας κατήγετο ἀπό τὶς Μαριές τῆς Θάσου. Σὲ ἠλικία δέκα τεσσάρων ἐτῶν τὸν ἔφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ μάθη τὴν τέχνη τοῦ ράφτη. Πρὶν περάση πολύς καιρός ὁ δάσκαλός του τὸν ἔστειλε σ’ ἕναν Ἐβραῖο ἔμπορο τοῦ Γαλατᾶ νὰ ἀγοράση ράμματα.
Ὁ Ἐβραῖος ὅμως, καθώς εἰδε τὸ νέο παιδί θέλησε νὰ τὸ ξεγελάση καὶ δὲν ἄργησαν νὰ φιλονικήσουν.
Ἦταν μεσημέρι καὶ ὁ Χότζας ἔλεγε τὴν συνηθισμένη προσευχή. Τότε ὁ Ἐβραῖος ἄρχισε νὰ φωνάζη πρὸς τοὺς Ἀγαρηνούς: δὲν ἀκοῦτε τὸ παιδί αὐτό ποὺ ὑβρίζει τὴν πίστι σὰς καὶ τὸ προσκύνημά σας; Ἀυτό ἔγινε ἀφορμή νὰ οδηγηθῆ ὁ Ἰωάννης στὸν Βεζύρη ποὺ ἔκανε χρέη δικαστοῦ.
Ὅταν δὲ εἶδε πόσο νέος καὶ ἀθῶος ἦταν ὁ Ἰωάννης τὸν λυπήθηκε καὶ τοῦ λέει «Ἔλα νὰ γίνης Τοῦρκος νὰ σώσης τὴν ζωή σου καὶ νὰ σὲ ἔχω πλησίον μου νὰ σὲ τιμήσω καὶ νὰ σὲ πλουτίσω».
Μὲ τέτοιες καὶ ἄλλες ὑποσχέσεις προσπαθοῦσε νὰ ἀλλάξη τὴν γνώμη τοῦ Ἰωάννη καὶ νὰ τὸν χωρίση ἀπό τὸν Χριστό.
«Δὲν θὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστό κι ἄν ὅλο τὸ βασίλειό σου μοῦ χαρίσης, κι ἄν μύρια βάσαν καὶ παιδεμούς μοῦ κάνετε», ἦταν ἡ ἀπάντησις τοῦ Ἰωάννη. Βλέποντας ὁ Βεζύρις ὅτι ἦταν μάταιο νὰ ἐπιμένη στὶς κολακεῖες καὶ στὶς φοβέρες, πρόσταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν γενναῖο μάρτυρα τῆς πίστεως.
Ὁ ὀργισμένος δήμιος χτύπησε μὲ δύναμι τὸν νεαρό μάρτυρα καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι.
Ἡ ψυχή του ἀνέβηκε καθαρή καὶ ἐλεύθερη πρὸς τὸν Κύριο τῶν Δυνάμεων γιὰ νὰ στεφανωθῆ μὲ τὴν αἰώνια δόξα πού χαρίζει ὁ Κύριος σ’ ὅσους δίνουν τὴν καλή μαρτυρία τῆς πίστεως.
Καὶ αὐτά ἔλαβαν χώρα τὸ ἔτος 1652.